τερατοπαγής

From LSJ

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source

Greek Monolingual

-ές, Ν
ιατρ. διπλό τέρας του οποίου τα δύο άτομα συμφύονται σε ένα ή περισσότερα σημεία του σώματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. teratopage < τέρας, -ατος + -παγής < πήγνυμι)].