τερματούχος

From LSJ

Γράμματα μαθεῖν δεῖ καὶ μαθόντα νοῦν ἔχειν → Prudentia opus est, ubi didiceris litteras → Das Lesen lerne, Schreiben, und dann aufgepasst

Menander, Monostichoi, 96

Greek Monolingual

(τερματούχος) Α
(κατά τον Ησύχ.) κριτής αγώνων, αλλ. βαλβιδούχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέρμα, -ατoς + -οῦχος (< ἔχω»)].