οὐ γὰρ ἂν τό γε πραχθὲν ἀγένητον θείη → since he cannot make what was done as though it had not come to pass
(τερματούχος) Α(κατά τον Ησύχ.) κριτής αγώνων, αλλ. βαλβιδούχος.[ΕΤΥΜΟΛ. < τέρμα, -ατoς + -οῦχος (< ἔχω»)].