τετάνυστο

From LSJ

Μένει δ' ἑκάστῳ τοῦθ', ὅπερ μέλλει, παθεῖν → Quod destinatum sorte, non fugies pati → Ein jeder muss das leiden, was er leiden soll

Menander, Monostichoi, 349

Greek Monotonic

τετάνυστο: γʹ ενικ. Παθ. υπερσ. του τανύω.