τετράγκαθο

From LSJ

εἰς ἀναισχύντους θήκας ἐτράποντο → they resorted to disgraceful modes of burial, they lost all shame in the burial of the dead

Source

Greek Monolingual

το, Ν
είδος του φυτού αστράγαλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + αγκάθι].