τετράνυμφον

From LSJ

ὀδοῦσι καὶ ὄνυξι καὶ πάσῃ μηχανῇ → tooth and nail | tooth, fang, and claw | in every possible way | by hook or by crook

Source

Greek Monolingual

τὸ, Μ
κρήνη με τέσσερεις πηγές ύδατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + νύμφη «νερό»].