ὀδοῦσι καὶ ὄνυξι καὶ πάσῃ μηχανῇ → tooth and nail | tooth, fang, and claw | in every possible way | by hook or by crook
τὸ, Μκρήνη με τέσσερεις πηγές ύδατος.[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + νύμφη «νερό»].