τετρακυκλικός

From LSJ

Οἶνος γὰρ ἐμποδίζει → Vinum impedit → Denn Wein behindert

Menander, Monostichoi, 427

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν
1. (για άνθη) αυτός που αποτελείται από τέσσερα σπονδυλώματα ή κύκλους μορίων
2. (για χημική ένωση) αυτή που περιέχει στο μόριό της τέσσερεις δακτυλίους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. tetracyclic < τετρ(α)- + κυκλικός.