τετραϋπόστατος

From LSJ

ἀψευδεῖ δὲ πρὸς ἄκμονι χάλκευε γλῶσσαν → he forged the tongue on the anvil of no lies

Source

Greek Monolingual

-ον, Μ
αυτός που αποτελείται από τέσσερα στοιχεία («τὸν τετραϋπόστατον τοῦτον κόσμον», Οικουμ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + ὑποστατός (< ὑπόστασις), πρβλ. τρισυπόστατος].