Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τετραϋπόστατος

From LSJ

Greek Monolingual

-ον, Μ
αυτός που αποτελείται από τέσσερα στοιχεία («τὸν τετραϋπόστατον τοῦτον κόσμον», Οικουμ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + ὑποστατός (< ὑπόστασις), πρβλ. τρισυπόστατος].