τετρωδούμαι

From LSJ

ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope

Source

Greek Monolingual

-έομαι, Α
βρίσκομαι στην τέταρτη σειρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + ᾠδή, κατά τα συνηρ. σε -, -έω].