τεφρομέλας

From LSJ

Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος (Κατὰ Ἰωάννην 1:1) → In the beginning was the Word, and the Word was with God, and the Word was God.

Source

Greek Monolingual

-αν, Ν
αυτός που έχει χρώμα τεφρό βαθύ προς το μελανό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τεφρός «σταχτής» + μέλας «μαύρος». Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στον Αν. Κορδέλλα].