-αν, Ναυτός που έχει χρώμα τεφρό βαθύ προς το μελανό.[ΕΤΥΜΟΛ. < τεφρός «σταχτής» + μέλας «μαύρος». Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στον Αν. Κορδέλλα].