τεφρός
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
English (LSJ)
ά, όν, ash-coloured, Arist.HA519a2; χρῶμα ib.630a28; κόρση Herod.7.71; τεφρὴ γέρανος Babr.65.1, cf. PSI6.569.6 (iii B.C.): as substantive, τεφρόν, τό, ash-coloured ointment, esp. for the eyes (cf. τέφρα), Cels.6.6.7, Aët.7.10,23.
German (Pape)
[Seite 1102] aschenfarbig, Arist. H. A. 3, 12. 9, 45 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
de couleur cendrée, gris cendré.
Étymologie: τέφρα.
Russian (Dvoretsky)
τεφρός:
1 пепельный (χρῶμα Arst.);
2 пепельного цвета (γέρανος Arst., Babr.).
Greek (Liddell-Scott)
τεφρός: -ά, -όν, ὁ ἔχων τὸ χρῶμα τῆς τέφρας, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 12, 1· χρῶμα αὐτόθι 9. 45, 3· τεφρὴ γέρανος Βαβρ. 65. 1.
Greek Monolingual
-ή, -ό / τεφρός, -ά, -όν, ΝΑ, και ιων. θηλ. τεφρή Α
αυτός που έχει το χρώμα της τέφρας, σταχτής
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ τεφρόν
είδος κολλυρίου, ιδίως για τα μάτια, το οποίο είχε το χρώμα της τέφρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέφρα, πιθ. κατ' απόσπαση από το επίθ. ἔντεφρος (< ἐν + -τεφρος [< τέφρα) με καταβιβασμό του τόνου, κατά τα ἐρυθρός, χλωρός.
Greek Monotonic
τεφρός: -ά, -όν, αυτός που έχει το χρώμα της τέφρας, σε Βάβρ.