τηλέγονος
English (LSJ)
τηλέγονον, only found as pr. name, Hes.Th.1014, Arist.Po. 1453b33, etc.; = Proculus, Gloss. (Proculus is expld. as qui patre longius peregrinante nascitur, ib.).
German (Pape)
[Seite 1105] fern vom Vater od. vom Vaterlande geboren, kommt wohl nur als nom. pr. vor.
Greek (Liddell-Scott)
τηλέγονος: -ον, ὁ γεννηθεὶς μακρὰν τοῦ πατρός του, πρβλ. τηλύγετος, εὕρηται δὲ μόνον ὡς κύριον ὄνομα, ὡς τὸ Λατ. Proculus, Ἡσ. Θ. 1014, κλπ.
Greek Monotonic
τηλέγονος: -ον (γίγνομαι), αυτός που γεννήθηκε μακριά από τον πατέρα του ή την πατρίδα του, σε Ησίοδ.
Middle Liddell
τηλέ-γονος, ον, γίγνομαι
born far from one's father or fatherland, Hes.