τηλέμετρο

From LSJ

τὰ ὑπὸ ἐμοῦ διδόμενα τεθήσεται ἐν τῷ ἱερῷ → what I give will be put in the temple

Source

Greek Monolingual

το, Ν
(οπτ.-τεχνολ.) οπτικό όργανο που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση της απόστασης μεταξύ παρατηρητή και απομακρυσμένου σημείου σκόπευσης, αλλ. αποστασιόμετρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. telemeter < τηλ(ε)- + μέτρο. Η λ., στον πληθ. τηλέμετρα, μαρτυρείται από το 1897 στην εφημερίδα Ακρόπολις].