τηλεοπτικός
From LSJ
Ὡς αἰσχρὸν ἀνθρώποισίν ἐστ' ἀπληστία → Quam turpe hominibus est intemperantia → Wie schändlich ist doch für die Menschen Völlerei
Ὡς αἰσχρὸν ἀνθρώποισίν ἐστ' ἀπληστία → Quam turpe hominibus est intemperantia → Wie schändlich ist doch für die Menschen Völlerei
-ή, -ό, Ν
τηλεπ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τηλεόραση (α. «τηλεοπτικό πρόγραμμα» β. «τηλεοπτική συσκευή»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τηλ(ε)- + οπτικός].