τιθάσευμα

English (LSJ)

-ατος, τό, device for taming, Porph.Abst.1.9 (pl.).

Greek (Liddell-Scott)

τῐθάσευμα: τό, τρόποςμέσον πρὸς ἐξημέρωσιν, ἡμέρωμα, Πορφύρ. π. Ἀποχῆς Ἐμψύχ. 1. 9.

Greek Monolingual

-ατος, τὸ, ΜΑ τιθασεύω
τρόπος ή μέσο για εξημέρωση.