-ατος, τό, device for taming, Porph.Abst.1.9 (pl.).
τῐθάσευμα: τό, τρόπος ἢ μέσον πρὸς ἐξημέρωσιν, ἡμέρωμα, Πορφύρ. π. Ἀποχῆς Ἐμψύχ. 1. 9.
-ατος, τὸ, ΜΑ τιθασεύωτρόπος ή μέσο για εξημέρωση.