ἡμέρωμα
From LSJ
τὸ θέλημά σου τὸ ἀγαθὸν καὶ τέλειον, πάτερ → your good and perfect will, Father
English (LSJ)
-ατος, τό, cultivated plant, Thphr. CP 5.6.8 (pl.), prob. in HP1.7.1 (pl.).
German (Pape)
[Seite 1166] τό, das Gezähmte, Cultivirte, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμέρωμα: τό, καλλιεργημένον φυτόν, Θεόφρ. Αἰτ. Φυτ. 5. 6. 8, ἐν τῷ πληθ.
Greek Monolingual
και μέρωμα, το (Α ἡμέρωμα) ημερώνω
νεοελλ.
εξημέρωση, καταπράυνση, κατευνασμός
αρχ.
το φυτό που έχει εξημερωθεί με καλλιέργεια, το καλλιεργημένο φυτό.