τιθέασι

From LSJ

μέγα πνεῦμα καὶ πολλὴν θάλασσαν → strong wind and high waves

Source

French (Bailly abrégé)

3ᵉ pl. prés. ind. att. de τίθημι.

Greek Monotonic

τιθέασι: γʹ πληθ. του τίθημι.

Russian (Dvoretsky)

τιθέᾱσι: Thuc. 3 л. pl. praes. к τίθημι.