τιμάεις

From LSJ

τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς, οἷον ἄνθρωπος, βοῦς, τρέχει, νικᾷ → and the simple forms of speech, for example: 'man', 'ox', 'runs', 'wins'

Source

German (Pape)

[Seite 1114] τιμᾶντα, dor. statt τιμῆντα, von τιμῇς.

English (Slater)

τῑμᾱεις honoured τοὶ μὲν ὦν Θήβαισι τιμάεντες ἀρχᾶθεν (I. 4.7) πατρί τε Κρονίῳ τιμάεντι (τιμ.εαντι Π.: corr. G.-H.) fr. 140a. 64 (38).

Greek Monolingual

-εσσα, -εν, Α
(δωρ. τ.) βλ. τιμήεις.

Russian (Dvoretsky)

τῑμάεις: άεσσα, ᾶεν дор. = τιμήεις.