τιμαριούχος

From LSJ

Μέμνησο πλουτῶν τοὺς πένητας ὠφελεῖν → Memento dives facere pauperibus bene → Vergiss nicht, dass als Reicher du den Armen hilfst

Menander, Monostichoi, 348

Greek Monolingual

ο, Ν
ιδιοκτήτης τιμαρίου, τσιφλικάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τιμάριο(ν) + -ούχος (< έχω). Η λ. μαρτυρείται από το 1831 στον Αν. Πολυζωΐδη].