τιμητικώς

From LSJ

δειναὶ δ' ἅμ' ἕπονται κῆρες ἀναπλάκητοι → and after him come dread spirits of death that never miss their mark

Source

Greek Monolingual

τιμητικῶς ΝΜΑ, και τιμητικά Ν
βλ. τιμητικός.