ο, Ν(ορυκτ.) άλλη ονομασία του πυριτικού ορυκτού σφήνα.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γερμ. Titanit (< νεολατ. titanium < Τιτάν). Η λ. μαρτυρείται από το 1867 στον Αν. Κ. Χρηστομάνο].