τιτρωσμός
From LSJ
Theocritus, Idylls, 30.3
German (Pape)
[Seite 1121] ὁ, Verwundung, – Fehlgeburt, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
τιτρωσμός: ὁ, πλημμ. γραφὴ ἀντὶ τρωσμός, τιτρωσμοὶ γίνονται ἀντὶ τρωσμοὶ παρ’ Ἱππ. 601. 30.
Greek Monolingual
ὁ, Α
(εσφ. γρφ·) βλ. τρωσμός.