τρωσμός
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
English (LSJ)
ὁ, (τρώω)
A = ἐκτρωσμός, miscarriage, Hp.Coac.532: pl., Id.Septim. 9, Dsc.5.72.
Greek (Liddell-Scott)
τρωσμός: ὁ, (τρώω) ὡς τὸ ἐκτρωσμός, ἔκτρωσις, ἀποβολὴ (ἐμβρύου), Ἱππ. 206D, κ. ἀλλ.· πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 209.
Greek Monolingual
και τιτρωσμός, ὁ, Α
πρόωρη γέννηση, αποβολή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τρω- του τι-τρώ-σκω + κατάλ. -σμός (πρβλ. θρω-σμός: θρῴσκω). Το -σ- του τύπου οφείλεται πιθ. σε επίδραση του ενεστ.].
German (Pape)
ὁ,
1 Wunde, Verwundung.
2 wie ἐκτρωσμός, Fehlgeburt, Hippocr.; vgl. Lobeck Phryn. 209.