τράβα

From LSJ

τὰ ἐς τὴν κοιλίην ἀποκρινόμενα → gastric secretions

Source

Greek Monolingual

η, και τράβο, το, Ν
(διαλ. τ.) μεγάλη δοκός για στήριξη στέγης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. trave «ξύλινη δοκός, δοκάρι»].