τράβα

From LSJ

Καλῶς πένεσθαι μᾶλλον (κρεῖττον) ἢ πλουτεῖν κακῶς → Inopia honesta potior opipus improbis → In Ehren arm ist besser als unehrlich reich

Menander, Monostichoi, 300

Greek Monolingual

η, και τράβο, το, Ν
(διαλ. τ.) μεγάλη δοκός για στήριξη στέγης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. trave «ξύλινη δοκός, δοκάρι»].