τρίβανον

English (LSJ)

τό, = λήκυθος, Hsch.; a measure of capacity, = κοτύλη, τρυβλίον, Gal.19.774, cf. POxy.661v (ii/iii A. D.).

German (Pape)

[Seite 1140] τό, = τρύπανον, zw.

Greek Monolingual

τὸ, ή τρίβανος, ὁ, Α
1. (κατά τον Ησύχ.) «τρίβανον
λήκυθον»
2. κοτύλη («ὁ ξέστης κοτύλας β', αἳ καὶ τρίβανα ἢ τρύβλια λέγονται», Γαλ.)
3. γουδί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρίβω + επίθημα -ανον (πρβλ. δρέπανον)].