τρίλεκτος
English (LSJ)
τρίλεκτον, thrice said, Glossaria on τρίφατον, Sch.Nic.Th. 102.
German (Pape)
[Seite 1144] Erkl. von τρίφατος, Schol. Ar. Thesm. 109.
Greek (Liddell-Scott)
τρίλεκτος: -ον, ὁ τρὶς λεχθείς, Σχόλ. εἰς Νικ. Θηρ. 102 πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ τρίφατος, ἴδε τὴν λέξιν.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει λεχθεί τρεις φορές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + λεκτός (< λέγω), πρβλ. δύσλεκτος].