τρίποντο

From LSJ

ὅρκους γυναικὸς εἰς ὕδωρ γράφω → the oaths of a woman I inscribe on water, I write a woman's oaths in water

Source

Greek Monolingual

το, Ν
(αθλ.) (στην καλαθόσφαιρα) βολή πού αντιστοιχεί με τρεις πόντους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + πόντος.