τρίποντο

From LSJ

Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir

Menander, Monostichoi, 190

Greek Monolingual

το, Ν
(αθλ.) (στην καλαθόσφαιρα) βολή πού αντιστοιχεί με τρεις πόντους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + πόντος.