γῆ θηρίοις μᾶλλον ἢ ἀνθρώποις σύμμετρος → region more fitting to beasts than men
τρίσειρος: -ον, ὁ ἐκ τριῶν σειρῶν, τρίσ. ἅλυσις Ἰω. ὁ τῆς Κλίμακ. 989D.
και τρίσυρος, -ον, Μαυτός που έχει τρεις σειρές («τρίσειρος ἅλυσις», Ιω. Κλίμ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -σειρος (< σειρά), πρβλ. δεξιόσειρος].