τραγανίζω

From LSJ

Ὀργὴ φιλούντων ὀλίγον ἰσχύει χρόνον → Amantis ira ferre aetatem non potest → Der Zorn von Liebenden hat Macht nur kurze Zeit

Menander, Monostichoi, 410

Greek Monolingual

Ν τραγανός
1. μασώ κάτι τραγανό ή σκληρό
2. κάνω θόρυβο μασουλώντας κάτι
3. (αμτβ.) τρίζω κατά τη μάσηση («το ψωμί τραγανίζει στα δόντια»)
4. μτφ. κατατρώω σαν τρωκτικό («τραγάνισε όλη την περιουσία τών γονιών του»).