τραπεζιατικόν

From LSJ

ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → woman is silver-plated dirt, woman is dirt covered with silver

Source

Greek Monolingual

τὸ, Μ
η δαπάνη για το καθημερινό φαγητό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τράπεζα + κατάλ. -ιατικόν, ουδ. της κατάλ. -ιατ-ικός (< -ιατός), πρβλ. θυμ-ιατ-ικός].