τραυματοθεραπεύω
From LSJ
παρθενικὴν δὲ γαμεῖν, ἵνα ἤθεα κεδνὰ διδάξῃς → take thee a maiden to wife, and teach her ways of discretion
English (LSJ)
treat wounds, pf. inf. τετραυματοθεραπευκέναι, τραυμαραπευκέναι (sic) BGU647.11,23 (ii A. D.).
Greek Monolingual
Α
θεραπεύω τις πληγές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τραῦμα, τραύματος + θεραπεύω.