τραχειοκήλη

From LSJ

ἐν εἴδει παροιμίας τίθεσθαι → to consider as an example

Source

Greek Monolingual

η, Ν
ιατρ. προβολή του βλεννογόνου της τραχείας διά μέσου ενός ελλείμματος του ινοχόνδρινου τοιχώματος της.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. tracheocele (< τραχεία + κήλη)].