τραχηλαιμάτωμα

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source

Greek Monolingual

το, Ν
ιατρ. αιμάτωμα του στερνοκλειδομαστοειδούς μυός το οποίο προκαλείται στο νεογνό από ρήξη αυτού του μυός κατά τον τοκετό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. trachelhematome (< τράχηλος + αιμάτωμα)].