τραχηλοπηξία

From LSJ

θάνατος λοῖσθος ἰατρὸς νόσων → death is the last healer of sicknesses

Source

Greek Monolingual

η, Ν
ιατρ. εγχειρητική σταθεροποίηση του τραχήλου της μήτρας στη φυσιολογική θέση του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τράχηλος + -πηξία (< πήγνυμι «στερεώνω, μπήγω»)].