τριακοντέτης
From LSJ
Οὔκ ἔστιν οὕτω μῶρος ὃς θανεῖν ἐρᾷ → No one is so foolish that they wish to die
English (LSJ)
τριακοντέτες, = τριακονταέτης, Arist.HA576a30.
Russian (Dvoretsky)
τριᾱκοντέτης: Arst. = τριακονταέτης.
Greek (Liddell-Scott)
τριᾱκοντέτης: -ες, = τριακονταέτης, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 32, 9.
Greek Monolingual
-ες, Α
βλ. τριακονταετής.