δοκάνη
Οὐπώποτ' ἐζήλωσα πολυτελῆ νεκρόν → Numquam probarim sumptuosum mortuum → Nie preis ich einen Toten selbst im Prachtgewand
English (LSJ)
[ᾰ], ἡ, (δοκή, δέχομαι) = στάλιξ, forked pole on which hunting-nets are fixed, Hsch.
German (Pape)
[Seite 652] ἡ, 1) = θήκη, ein Ort, etwas aufzubewahren, Hesych. – 2) = στάλιξ, Gabel, um das Stellnetz zu stützen, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
δοκάνη: ἡ, (δόκη, δέχομαι) θήκη, δοχεῖον, Ἡσύχ. ΙΙ., = στάλιξ, τὸ δίκρανον, ἐφ’ οὗ θηρευτικὰ δίκτυα ἐστερεώνοντο, ὁ αὐτ.
Greek Monolingual
(I)
και δουκάνη, η και δοκάνι, το
(Α τυκάνη και τυτάνη, Μ δουκάνη)
αλωνιστική μηχανή που αποτελείται από μια σανίδα και πλάκα από πυριτόλιθους για να τρίβονται τα στάχυα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. τυκάνη.
(II)
και δοκάνα, η και δοκάνι, το (Α δοκάνη, η)
νεοελλ.
δόκανο, παγίδα
αρχ.
1. θήκη, δοχείο
2. δικρανωτό ραβδί για τη στήριξη κυνηγετικών διχτύων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δοκή < δέχομαι].