τριγωνοδεσπότης
From LSJ
εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming
English (LSJ)
τριγωνοδεσπότου, ὁ, = τριγωνοκράτωρ, Cat.Cod.Astr.2.187.
Greek Monolingual
ὁ, Α
τριγωνοκράτωρ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρίγωνον + δεσπότης.