τριγωνοειδώς

From LSJ

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source

Greek Monolingual

τριγωνοειδῶς ΝΜΑ
επίρρ. βλ. τριγωνοειδής.