τριορία

From LSJ

πρὶν ἀλέκτορα φωνῆσαι τρὶς → before the rooster crows three times (Matthew 26:75)

Source

Greek (Liddell-Scott)

τριορία: ἡ, τρία ὄρια, Λατ. trifinium, Γλωσσ.

Greek Monolingual

ἡ, Α
τα τρία όρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + ὅριον.

German (Pape)

ἡ, drei Grenzen, trifinium, Sp.