τριορία

From LSJ

εἰς πέλαγος σπέρµα βαλεῖν καὶ γράµµατα γράψαι ἀµφότερος µόχθος τε κενὸς καὶ πρᾶξις ἄκαρπος → throwing seeds and writing letters at sea are both a vain and fruitless endeavor

Source

Greek (Liddell-Scott)

τριορία: ἡ, τρία ὄρια, Λατ. trifinium, Γλωσσ.

Greek Monolingual

ἡ, Α
τα τρία όρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + ὅριον.

German (Pape)

ἡ, drei Grenzen, trifinium, Sp.