τρισόρφανος

From LSJ

Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück

Menander, Monostichoi, 417

Greek Monolingual

η, -ο, Ν
ορφανός σε πλήρη εγκατάλειψη, πεντάρφανος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. τρισ- / τρι- + ορφανός].