πεντάρφανος
From LSJ
Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu
Greek Monolingual
και παντόρφανος και παντάρφανος, -η, -ο
ο εντελώς ορφανός, αυτός που δεν έχει ούτε γονείς ούτε συγγενείς ούτε κανέναν άλλο προστάτη, ο έρημος και μόνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πεντάρφανος προέρχεται κατά μία άποψη από τ. παντόρφανος (< παντο- + ορφανός) με επίδραση του πέντε ή, κατ' άλλους, < πεντα- + ορφανός].