τριτοπρόσωπος

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
γραμμ.> 1. αυτός που χρησιμοποιείται για να δηλώσει τρίτο πρόσωπο
2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα τριτοπρόσωπα
ρήματα που απαντούν σε τρίτο ενικό πρόσωπο και τα οποία παίρνουν, στη νέα Ελληνική, ως υποκείμενο μια πρόταση, ενώ στην αρχαία Ελληνική απαρέμφατο ή πρόταση
3. φρ. «τριτοπρόσωπα ρήματα» — τα τριτοπρόσωπα.
επίρρ...
τριτοπροσώπως Μ
με εκφορά στο τρίτο πρόσωπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρίτος + -πρόσωπος (< πρόσωπον), πρβλ. α-πρόσωπος, μονο-πρόσωπος.