τριτωνίσκος
From LSJ
ἐπὶ τῷ μὴ κοινωνικῶς χρῆσθαι τοῖς εὐτυχήμασι → for not having used their success in a spirit of partnership
Greek Monolingual
ὁ, Α
μικρή αναπαράσταση Τρίτωνος σε δίσκο ηλιακού ωρολογίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Τρίτων, -ωνος + υποκορ. κατάλ. -ίσκος (πρβλ. ἀστερίσκος)].