τριψεργία

Greek (Liddell-Scott)

τριψεργία: ἡ, (τρίβω) ἡ ἀναβολὴ τοῦ ἔργου, Ζωναρ. σ. 524.

Greek Monolingual

ἡ, Μ
αναβολή εκτέλεσης μιας εργασίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τριψ- του τρίβω (πρβλ. αόρ. -τριψ-α) + -εργία (< -εργος < ἔργον), πρβλ. φιλεργία].

German (Pape)

ἡ, Verzögerung der Arbeit, Sp.