τριώβολος

From LSJ

οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness

Source

Greek Monolingual

ὁ, Α
πιθ. το τριώβολο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του τριώβολον, κατά τα αρσ. σε -ος].