τροπηλίς

From LSJ

γαμικὸς μοῦνος ἐνὶ φθιμένοις → in a nubile age unique among the dead

Source

Greek (Liddell-Scott)

τροπηλίς: -ίδος, ἡ, ἴδε τροπαλίς.

German (Pape)

ἡ, s. τροπαλίς.