τροποποίηση
From LSJ
Λύπη παροῦσα πάντοτ' ἐστὶν ἡ γυνή → Mulier perenne pignus aegrimoniae est → Ein gegenwärtig Leid ist stets das Eheweib
Greek Monolingual
η, Ν τροποποιώ
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του τροποποιώ, μερική μεταβολή, μεταρρύθμιση («τροποποίηση του σχεδίου»).