τροποποιώ

From LSJ

οὗτος μὲν ὁ πιθανώτερος τῶν λόγων εἴρηται, δεῖ δὲ καὶ τὸν ἧσσον πιθανόν, ἐπεί γε δὴ λέγεται, ῥηθῆναι → this is the most credible of the stories told; but I must relate the less credible tale also, since they tell it

Source

Greek Monolingual

Ν
επιφέρω μεταβολές, κάνω αλλαγή σε κάτι, μεταρρυθμίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρόπος + -ποιώ].