τροποποιώ

From LSJ

Ὡς τῶν ἐχόντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Opulento amicos, quos volunt, omnes habent → Wie sehr sind doch den Reichen alle Menschen Freund

Menander, Monostichoi, 558

Greek Monolingual

Ν
επιφέρω μεταβολές, κάνω αλλαγή σε κάτι, μεταρρυθμίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρόπος + -ποιώ].