τρούλλο
From LSJ
οἱ βάρβαροι τῇ ἀλήκτῳ συνουσίᾳ ὑπνώθησαν → the barbarians, exhausted by unremitting intercourse, fell asleep
Greek Monolingual
το, Ν
τύπος στρογγυλών λίθινων κατασκευών στην Απουλία της Ιταλίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. trullo «πέτρινο οικοδόμημα»].