ορμητίας
From LSJ
Σιγή ποτ' ἐστὶν αἱρετωτέρα λόγου → Sometimes silence is preferable to words → Est ubi loquelā melius est silentium → Das Schweigen ist dem Reden manchmal vorzuziehn
Greek Monolingual
ὁρμητίας, ὁ (ΑΜ)
1. ο πλήρης ορμής, ο ορμητικός
2. ο ενθουσιώδης, ο φανατικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁρμητής + επίθημα -ίας (πρβλ. τραυματίας)].