τσαλίμι

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source

Greek Monolingual

το, Ν
1. επιδέξια κίνηση στον χορό ή στην πάλη, κόλπο
2. (γενικά) σκέρτσο, νάζι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. calim].